- υδραργύρωμα
- το амальгама
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδραργύρωμα — το, Ν αμάλγαμα μετάλλου με υδράργυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδράργυρος + κατάλ. ωμα] … Dictionary of Greek
υδραργύρωμα — το, ατος κράμα μετάλλου με υδράργυρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)